ἀνάβλησις

ἀνάβλησις
ἀνάβλησις
putting off
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανάβλησις — ἀνάβλησις ( εως), η (Α) [ἀναβάλλω] αναβολή, καθυστέρηση …   Dictionary of Greek

  • ἀνάβλησιν — ἀνάβλησις putting off fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… …   Dictionary of Greek

  • ἀναβλήσεως — ἀναβλήσεω̆ς , ἀνάβλησις putting off fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”